προσεπιτιμώ

προσεπιτιμώ
-άω, ΜΑ [ἐπιτιμῶ]
επιτιμώ κάποιον επί πλέον
αρχ.
υπερτιμώ, υψώνω την τιμή πράγματος ακόμη περισσότερο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”